κενοφροσυνη

κενοφροσυνη
    κενοφροσύνη
    κενο-φροσύνη
    ἥ душевная пустота, легкомыслие, несерьезность Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κενοφροσυνη" в других словарях:

  • κενοφροσύνη — και κενεοφροσύνη, ἡ (Α) [κενόφρων] κενότητα τού νου, ανοησία, μωρία …   Dictionary of Greek

  • κενοφροσύνη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κενοφροσύνην — κενοφροσύνη fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κενοφροσύνης — κενοφροσύνη fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεν(ο)- — (ΑΜ κεν[ο] και κενε[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) παρουσιάζει έλλειψη ή ανεπάρκεια («κενανδρία», «κενόσαρκος»), β) είναι άδειο («κεναγγία», «κενοτάφιο»), γ) είναι μεταφορικά άδειο, στερείται περιεχομένου… …   Dictionary of Greek

  • κενεοφροσύνη — κενεοφροσύνη, ἡ (Α) [κενεόφρων] κενοφροσύνη*. ματαιοφροσύνη …   Dictionary of Greek

  • κενοφρόνημα — κενοφρόνημα, τὸ (Α) κενοφροσύνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + φρόνημα (< φρονῶ)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»